αιματοκαλλιέργεια

αιματοκαλλιέργεια
η посев крови

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αιματοκαλλιέργεια" в других словарях:

  • αιματοκαλλιέργεια — η (ιατρ.), η εργαστηριακή καλλιέργεια του αίματος για διάγνωση ασθένειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροβιαιμία — η ιατρ. παροδική παρουσία μικροβίων στο αίμα τα οποία διαφεύγουν από μια λοιμώδη εστία και συνήθως καταστρέφονται από τις αμυντικές δυνάμεις τού οργανισμού και γι αυτό η αιματοκαλλιέργεια αποβαίνει αρνητική, αλλ. βακτηριαιμία …   Dictionary of Greek

  • βρoυκέλωση — Λοιμώδες νόσημα που προσβάλλει τα ζώα (αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, χοίρους), από τα οποία μολύνεται και ο άνθρωπος. Λέγεται και μελιταίος ή κυματοειδής πυρετός. Η νόσος οφείλεται σε ένα κοκκοβακτηρίδιο, τη βρουκέλατου μελιταίου (brucella… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»